- πολυάρητος
- -ον, Α(επικ. τ.) βλ. πολυάρατος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυάρητος — πολυά̱ρητος , πολυάρητος much wished for masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάρητον — πολυά̱ρητον , πολυάρητος much wished for masc/fem acc sg πολυά̱ρητον , πολυάρητος much wished for neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυάρατος — επικ. τ. πολυάρητος, ον, Α 1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ αὐτοῡ», Πλάτ.) 2. ο πολύ καταραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ άρατος)] … Dictionary of Greek